πικραλίδα

πικραλίδα
(ταράξακο το φαρμακευτικό). Ποώδες πολυετές φυτό της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζίτων (δικοτυλήδονα). Συναντάται στους φράχτες, στις άκρες των δασών και των δρόμων, στα λιβάδια, σε χέρσους αγρούς, παντού στην Ελλάδα. Είναι φυτό άκαυλο, με χοντρή ρίζα και φύλλα κατά παράρριζο ρόδακα, άμισχα, μακρουλά, βαθιά πτεροσχιδή (με ανώμαλα δόντια στριμμένα προς τα κάτω). Οι ανθοταξίες είναι κεφάλια, που εμφανίζονται από τον Απρίλιο μέχρι το φθινόπωρο, και αποτελούνται από κίτρινα γλωσσοειδή ανθίδια διατεταγμένα ακτινοειδώς. Οι ταξιανθίες αυτές δίνουν, κατά την ωρίμανση, σφαιρικές ταξικαρπίες, πολύ ελαφρές και λεπτές, που αποτελούνται από πολυάριθμα αχαίνια με φτερωτό, έμμισχο πάππο, τα οποία είναι σφηνωμένα πάνω σ’ έναν εξογκωμένο ταξικαρπικό δίσκο. Οι ταξικαρπίες διαλύονται με την παραμικρή πνοή του ανέμου. Οι ρόδακες των φύλλων της π. συλλέγονται την άνοιξη και τρώγονται είτε ωμοί, ως σαλατικό, είτε βρασμένοι. Σε άλλες χώρες, βελτιωμένες ποικιλίες της π. καλλιεργούνται ως λαχανικά.
* * *
η / πικραλίς, -ίδος, ΝΜΑ
το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πικρίς, κατά το καυκαλίς / -ίδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πικραλίδα — η είδος φυτού, αλλιώς πικρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρικαλίδα — η, Ν (στον Ερωτόκρ.) η πικραλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικραλίδα, με μετάθεση τού ρ ] …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κιχόριο — ή κιχώριο το (Α κιχόριον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες …   Dictionary of Greek

  • μαρουλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται ΒΔ του Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου. * * * η βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Taraxacum officinale τού γένους Ταραξάκο, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • πικραλίς — ἡ, Α βλ. πικραλίδα …   Dictionary of Greek

  • πικρομάρουλο — το, Ν·.1. το φυτό κιχώριο, η πικραλίδα 2. παροιμ. «πολλά φαες, καρδούλα μου, φάε και πικρομάρουλα» παρηγορήσου, κάνε υπομονή, έχεις περάσει και καλές μέρες στο παρελθόν …   Dictionary of Greek

  • ραδίκι — Κοινή ονομασία αρκετών ποικιλιών φυτών του γένους κιχώριο (τσικούρι) της οικογένειας των συνθέτων. Κυρίως όμως ρ. ονομάζεται το κιχώριο το ίντυβο, το γνωστό άγριο Ρ., κοινό σε όλη την Ελλάδα· έχει ρίζα κυλινδρική και φύλλα επιμήκη, λογχοειδή… …   Dictionary of Greek

  • ταραξάκο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 50 60 είδη πολυετών ποωδών φυτών με κοσμοπολιτική κατανομή, από τα οποία γνωστότερο είναι το είδος Taraxacum officinale με τις… …   Dictionary of Greek

  • πικρίδι — το φυτό με πικρό χυμό, λαγόψωμο, πικραλίδα, γαλατσίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”